- προφορτίο
- το, Νφρ. «καρδιακό προφορτίο»φυσιολ. ο βαθμός τής τάσης τών καρδιακών μυϊκών ινών κατά τη διάρκεια τής διαστολής, δηλαδή η αρχική, πριν από τη συστολή, τάση τών ινών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φορτίο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. preload].
Dictionary of Greek. 2013.